ΗΜέRA # 167 / Περί (υποτιθέμενα) υποτιμημένων συγκροτημάτων και αυνανισμού οπαδών

cult

Με αφορμή ένα τραγούδι των AC/DC (Rock n Roll Singer από το High Voltage) που μου καρφώθηκε όταν το ξανάκουσα ότι κάποιος το έχει αντιγράψει στυγνά και στεγνά, ξεκίνησα να στύβω το μνημονικό μου, είναι από εκείνες τις στιγμές που η λέξη και η μνήμη αυτής που προηγείται την έχεις στην άκρη της γλώσσας σου. Χρειάστηκε μόλις ένα 20λεπτο, δεικτικό της ομοιότητας για να πέσω πάνω στους Cult. Το τραγούδι που το ριφ έχει ξεσηκωθεί copy paste δεν είναι άλλο από το Wild Flower, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα του κάποτε αμιγώς βρετανικού σχήματος.

Τραβάω στο YouTube μιας και ήμουν στον τόπο της εργασίας μου για να κατεβάζω δίσκους και ψάχνω για το σχετικό official video clip μιας και ο Astbury είναι αντικειμενικά πάντα είναι απολαυστικός στην κίνηση του. Αν λοιπόν πάτε και εσείς σε αναρτήσεις τραγουδιών των Cult στο ΥouΤube θα πέσετε πολλές φορές σε μία φράση που κοσμεί το saga και πολλών άλλων  σχημάτων όπως η αποδοχή τους μεταγράφεται από το κοινό.

«Φοβερά υποτιμημένη μπάντα». Ποιοι? Οι Cult? ρωτώ… Σε τι επίπεδο έφτασαν ποτέ δημιουργικής κλίμακας οι Cult ώστε να θεωρηθεί ‘ότι η επιτυχία τους χαμηλότερη της υπόστασης τους. Ξεκινώντας ως Southern Death Cult (όχημα αποκλειστικά του Astbury) όπου δοκίμαζαν διάφορα μαντζούνια (λαθεμένης) ανάγνωσης των Throbbing Gristle και του Ρεμπώ, μετέπειτα σε Death Cult με εμφανώς πιο new wave προσέγγιση και τέλος τη διάβαση του ρουβίκωνα (λέγε με charts επιτυχία στη Βόρειο Αμερική) μετατρέποντας την πεσιμιστική στους pop σε πριαπιστική πριονοκορδέλα χαρντροκισμών επιφανειακής ανάγνωσης, οι Cult κατάφεραν για παραπάνω από ένα φεγγάρι να γευτούν από πολλά ασημένια δισκοπότηρα την επιτυχία και τα αποτελέσματα αυτής.

Οι Cult πήγαν και ήρθαν πολλές φορές στη συνείδηση του κοινού ανάλογα με το πλευρό που ξυπνούσε ο Astbury, ένας από τους πλέον πυρετικούς σε θωριά και κινησιολογία, αναντίρρητα, performer που γνώρισε ο πλανήτης του rock n roll στις δεκαετίες 80 και 90. Και ήταν του Αstbury η ματαιοδοξία που συνέβαλε ώστε το ανοσιούργημα που ονομάστηκε Doors of the 21st Century να λάβει σάρκα και οστά, το οποίο μεν σα γεγονός μπορεί να ακούγεται παράταιρο αλλά είναι δείγμα γραφής ενός καλλιτέχνη που περισσότερο ήθελε να αποτυπώσει τις επιρροές του παρά να δημιουργήσει καινούργια γαία, γεγονός πιστοποιημένο και από την hard rock στροφή των Cult στα τέλη των 80s.

Η επίσης άνιση χρόνου και δημιουργικού οίστρου δισκογραφική παραγωγή τους δεν μπόρεσε να παράγει μια σταθερή σχέση κοινού-καλλιτέχνη. Τα κενού περιεχομένου ινδιάνικα τσιτάτα (λέγε με Jim Morrison για άλλη μια φορά) και η γεμάτη αλαζονεία συμπεριφορά του Astbury ήταν ικανά να κρατήσουν στην ποζεράδικη δεκαετία των 90s πολλά kudos στο σακούλι τους αλλά όχι στη ξεγυμνωμένη από μυθολογία νέα χιλιετία.

Το υποτιμημένη μπάντα λοιπόν αν υπολογίσει κάποιος τις τροφαντές θέσεις στα charts στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s μάλλον έχει σχέση να κάνει με μια πεπλατυσμένη άποψη που έχουν οι οπαδοί πολλές φορές για τα σχήματα που είναι το επίκεντρο τους ενδιαφέροντος τους. Κλασσική οπαδική συμπεριφορική λοιπόν που δεν έχει να κάνει με το λεγόμενο «ταβάνι» δυνατοτήτων αλλά με την αυτιστική τάση του οπαδού που θέλει, ειδικότερα μετά τα 45 του όπου κοιτά πίσω με νοσταλγία και θολή κρίση και οπτική, να αυνανίζεται ως δεκαεπτάχρονος αναλογιζόμενος το ρίγος της πρώτης επαφής.

Στυλιανός Τζιρίτας

Σχολιάστε